ἐπαμοίβιμα

ἐπαμοίβιμα
ἐπαμοίβιμος
barter
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαμοίβιμος — ἐπαμοίβιμος, ον (Α) 1. ο ανταλλακτικός 2. ο αναφερόμενος στην εμπορική συναλλαγή («ἐπαμοίβιμα ἔργα» έργα εμπορικής συναλλαγής) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”